προβληματικός

προβληματικός
-ή, -ό / προβληματικός, -ή, -όν, ΝΑ [πρόβλημα, -ατος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβλημα ή έχει χαρακτήρα προβλήματος
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με πρόβλημα ή αυτός που προκαλεί προβλήματα, αυτός τού οποίου δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς την έκβαση ή την εξέλιξη («η κατάσταση που επικρατεί στον διεθνή οικονομικό χώρο είναι αρκετά προβληματική»)
2. (κατ' επέκτ.) αμφίβολος, αβέβαιος
3. φρ. α) «προβληματικά παιδιά»
ιατρ. παιδιά που έχουν κινητικά αλλά και διανοητικά προβλήματα και δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν
β) «προβληματικές επιχειρήσεις» — οι εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις εθνικού ενδιαφέροντος οι οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές και άλλες υποχρεώσεις τους και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης
γ) «προβληματικές κρίσεις»
(φιλοσ.) κρίσεις στις οποίες η κατάφαση ή η άρνηση παρουσιάζονται απλώς ως δυνατές
δ) «άτομο προβληματικό» — άτομο που παρουσιάζει δυσκολίες τόσο στον τρόπο και στον βαθμό αποδοχής τού ίδιου τού εαυτού του όσο και στην προσαρμογή του μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
επίρρ...
προβληματικώς και -ά, Ν
με προβληματικό τρόπο, με τρόπο που προκαλεί προβλήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβληματικός — ή, ό αυτός που μοιάζει με πρόβλημα, δύσκολος, αβέβαιος, αμφίβολος: Προβληματικά παιδιά. – Προβληματική κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβληματικά — προβληματικός of neut nom/voc/acc pl προβληματικά̱ , προβληματικός of fem nom/voc/acc dual προβληματικά̱ , προβληματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικώτερον — προβληματικός of adverbial comp προβληματικός of masc acc comp sg προβληματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικῶν — προβληματικός of fem gen pl προβληματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικόν — προβληματικός of masc acc sg προβληματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικοῖς — προβληματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικοῦ — προβληματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικήν — προβληματικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματικῶς — προβληματικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”